Ήταν Ιανουάριος και μύριζε καλοκαίρι στην Ουρουγουάη. Δίπλα στον ωκεανό καθόντουσαν 2 παιδιά και κρατιόνταν χέρι χέρι και παίζανε με κάτι βοτσαλάκια κάνοντας ρίπλες στο νερό. Ο ήλιος έλαμπε και σε ζέστανε, κάποιοι κάναν σερφ κοντά και άλλοι παίζανε γιουκαλίλι  δημιουργώντας μια μαγική ατμόσφαιρα. Τα δυο παιδιά καθόντουσαν στην άμμο σιωπηλά και κάπου κάπου ρίχνανε γρήγορες ματιές μεταξύ τους. Ήταν λες και δεν υπήρχε κανένας άλλος εκτός απ’τους ίδιους εκείνη την στιγμή. Το αγόρι ψιθύρισε κάτι στο αυτί του κοριτσιού και εκείνο γέλασε πονηρά. Είχαν γνωριστεί νωρίτερα το καλοκαίρι και ερωτευτήκαν κατευθείαν , έτσι απλά μια σπίθα άρχισε να σιγοκαίει μεταξύ τους. Δεν χρειάστηκαν πάνω από 10 λεπτά για να βυθιστούν στον κόσμο του ενός και του άλλου. Μοιραστήκανε πολλές στιγμές και μπλέξανε τα όνειρα τους.

Είχαν βλέπετε μια καθημερινότητα, το πρωί τρώγανε πρωινό στην καλύβα δίπλα απ’την θάλασσα ανάμεσα σε μια μικρή ζούγκλα και μετά πηγαίναν για περπάτημα και χανόντουσαν στις καλαμιές. Το απόγευμα αργά φτάνανε στον ωκεανό και κάνανε μια βουτιά. Μετά θα καθόντουσαν και θα χάζευαν το ηλιοβασίλεμα και όλα γύρω τους θα ησύχαζαν για να ακούγονται μόνο οι γλάροι και το αεράκι που φυσούσε. Ήταν ένας έρωτας νεανικός και αθώος. Ανακαλύπτανε ο ένας τον άλλον σιγά και ξεδιπλώνανε πολλές πλευρές του χαρακτήρα τους. Άνοιξαν την καρδιά τους και ας ήξεραν πως όλο θα τελειώσει με το τέλος του καλοκαιριού.

Βλέπετε η κοπέλα ήταν από την Αργεντινή και είχε έρθει διακοπές με τους γονείς της. Μένανε μόνο 2 μέρες ακόμη και όλα θα τελείωναν και θα γινόντουσαν αναμνήσεις που θα αναπολούσαν μετά. Πώς να αποχωριστούν τώρα που συνήθισαν την παρουσία του άλλου, τώρα που αγάπησαν και γέλασαν παρέα. Το αγόρι άπλωσε το χέρι του και κράτησε σφιχτά το κορίτσι αλλά με προσοχή σαν να ήταν εύθραυστη. Το κορίτσι έγειρε το  κεφάλι της και  ακούμπησε τον ώμο του και του έδωσε ένα φιλί στο μάγουλο. Μακάρι να κρατούσε αυτή η στιγμή για πάντα ευχήθηκαν αλλά ξέρανε πως σε λίγες στιγμές όλο αυτό που φτιάξανε θα χαθεί. Ας το απολαύσουμε όσο διαρκεί σκέφτηκαν και αρχίσαν να κάνουν πυργάκια στην άμμο. Όμως τελικά αυτά έμοιαζαν σαν τα σπίτια που θα θέλανε να ζήσουν. Κάναν πλάνα για το μέλλον αψηφώντας τα χιλιόμετρα.

Υποσχέθηκαν πως θα στέλνουν γράμματα για να κρατάν επαφή και ότι σε 1 χρόνο από τώρα θα βρεθούν ξανά δίπλα στην καλύβα και θα φάνε το αγαπημένο τους πρωινό καρπούζι , κρέπα με σοκολάτα. Ξαφνικά σηκώθηκαν κύματα και λες και κάτι τους παρέσυρε άρχισαν να τρέχουν και να παίζουν μαζί τους. Νιώθανε ανίκητοι και τόσο τρωτοί συνάμα. Γελούσαν με την ψυχή τους και δεν τους ένοιαζε τίποτα. Άρχισε το ηλιοβασίλεμα και όλα γίναν ροζ, κίτρινα και πορτοκαλί. Πόση ομορφιά κρύβεται στο μεγαλείο του ουρανού, κρατάει μερικές στιγμές και έπειτα ξανά νωρίς το πρωί φωτίζει περήφανα η ανατολή.

Σταμάτησαν να τρέχουν και κάθησαν αγκαλιά κάτω και πιάσανε τα βοτσαλάκια. Το αγόρι έδωσε ένα μαύρο βοτσαλάκι στο κορίτσι και εκείνο μάζεψε ένα άσπρο και του το έδωσε. Κράτα το για να με θυμάσαι. Πέρασαν οι μέρες, οι εβδομάδες και οι μήνες και ήρθε ξανά καλοκαίρι. Ήταν Σάββατο και το αγόρι καθισμένο δίπλα στην καλύβα είδε ξαφνικά τον έρωτα τον περσινό να πλησιάζει. Κρατούσαν και οι δυο ακόμα τα βοτσαλάκια και με μια κίνηση τα ρίξαν στον νερό σαν να σημάδευαν την αρχή μιας μεγάλης ιστορίας αγάπης.

Categories:

Tags:

No responses yet

Leave a Reply

Your email address will not be published. Required fields are marked *

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.