Στην παλιά παραλία της Θεσσαλονίκης ζεί ένας βαρκάρης, κοντά στα εβδομήντα. Κάθε μέρα τα χαράματα, βάζει την στολή του, παίρνει τα σύνεργα του και μαζί με την βάρκα του βγαίνει στο βαθύ μπλε της θάλασσας για να ψαρέψει. Εκείνες τις ώρες δεν υπάρχει ψυχή και το μόνο που ακούς είναι τα κύματα που χτυπάν στις πέτρες και τις επιθυμίες σου δυνατά. Κάθεται εκεί υπομονετικά για να πιάσει ψάρια και έχει όλο τον χρόνο δικό του. Σκέφτεται και αναπολεί την ζωή που κάποτε είχε, τα όνειρα που έμειναν ανεκπλήρωτα και για τον χαμένο του έρωτα. Εκείνον που είχε γνωρίσει στην μακρινή Βραζιλία όταν ήταν μόλις 20 χρονών. Την είχε γνωρίσει στο λιμάνι που είχαν σταθμεύσει για κάποιες ώρες ώστε να φορτώσουν το καράβι με εμπορεύματα. Περνούσε από κει για να κάνει τον απογευματινό της περίπατο και τα βλέμματα τους συναντήθηκαν. Έφτανε μόνο μια στιγμή για να φουντώσει το πάθος μεταξύ τους.
Κατέβηκε απ’το καράβι και της πρόσφερε ένα λουλούδι και περπατήσαν μαζί. Εκείνη δεν μιλούσε αγγλικά και αυτός δεν ήξερε πορτογαλικά. Αλλά δεν χρειαζόταν γιατί είχαν την γλώσσα του σώματος να επικοινωνούν και το έντονο βλέμμα τους να τα λέει όλα. Μέσα σε δύο ώρες γνωρίστηκαν, ερωτεύτηκαν και δώσανε το πρώτο τους φιλί. Ανταλλάξανε διευθύνσεις και υποσχέθηκαν πως θα γράφουν ο ένας στον άλλον. Περάσανε τα χρόνια και κάθε βδομάδα κατέφθανε και ένα γράμμα. Λέγανε σε μισά αγγλικά μισά ελληνικά και πορτογαλικά για την ζωή τους και την καθημερινότητα τους. Αυτό κράτησε για 5 χρόνια μέχρι που η κοπέλα σταμάτησε να γράφει. Στο τελευταίο γράμμα της έλεγε πως βρήκε ένα παλικάρι και κλέφτηκαν. Ράγισε η καρδιά του ψαρά και πάγωσε κάτι μέσα του.
Τώρα που είναι με την βάρκα του στο μαύρο πέπλο της βραδιάς και στο βαθύ μπλε της θάλασσας κάθεται και σκέφτεται τι θα γινόταν αν μπορούσε να την ξανασυναντήσει αν θα έχουν τίποτα να πούνε και αν θα μπορούσαν να ζήσουν μαζί. Αυτό πια είναι μόνο μια φαντασίωση. Δεν μπορεί να γίνει όσο και αν το επιθυμεί η νεανική του φλόγα που ακόμα καίει μέσα του. Με το καλάμι του περιμένει να πιάσει ψάρια για να φάνε την επόμενη μέρα με την γυναίκα του στην βεράντα τους. Ναι είναι παντρεμένος και έχει μεγάλα παιδιά που ζούνε στο εξωτερικό και τα βλέπει μόνο στις γιορτές. Έχει μια καλή ζωή, απλή και σταθερή.
Δεν έχει παράπονο αλλά αυτές τις ώρες στην ησυχία της στιγμής το μυαλό του περιπλανιέται και του έρχονται εικόνες από την παλιά του ζωή. Που έφευγε με τα καράβια σε ξένες χώρες και ηπείρους, σε μέρη εξωτικά και γνώριζε ανθρώπους με άλλο χρώμα και άλλη γλώσσα. Ένιωθε ελεύθερος τότε και ότι μπορεί να καταφέρει τα πάντα. Τώρα μεγάλωσε πια και γέμισε υποχρεώσεις και έγνοιες. Του αρέσει όμως η ζωή του, έχει μια γυναίκα που τον αγαπά και υγιή παιδιά.
Ξαφνικά το καλάμι του αρχίζει να κουνιέται έντονα και σταματάει να αναπολεί, επιστρέφει στην πραγματικότητα. Τραβάει το καλάμι του και βλέπει ότι έχει πιάσει δύο μεγάλα ψάρια. Χαμογελάει από ικανοποίηση και παίρνει τον δρόμο του γυρισμού. Σε λίγο θα ξημερώσει…
Categories:
Tags:
No responses yet