Δεν ξέρω αν υπάρχει κάτι πιο ωραίο από μια καλοκαιρινή βραδιά, να πίνεις την μπύρα απ’το κουτάκι σε ένα απόμερο παγκάκι, παρέα με το τσιγάρο σου και τα φώτα απ’τα αμάξια που απομακρύνονται. Σε φυσάει το αεράκι που περνάει ανάμεσα απ’τα στενά και κάνει τα φύλλα να χορεύουν ρυθμικά. Είναι Ιούνιος, όλα φαντάζουν πιο ήρεμα τώρα, σαν ο κόσμος να έκανε pause για λίγο, κανείς δεν τρέχει , δεν ψάχνεις κάτι, απλά κάθεσαι και απολαμβάνεις την πόλη που έχει σωπάσει , αφήνοντας χώρο στις σκέψεις σου να αγκαλιάσουν τα θέλω σου. Σκιές στον δρόμο, από ανθρώπους που περπατάν και εσύ εκεί να τους χαζεύεις σαν να είναι καρέ από ασπρόμαυρη ταινία. Αναρωτιέσαι αν είναι χαρούμενοι, μοιάζουν τόσο ήρεμοι, μάλλον ξέρουν που πάνε. Εσύ ξέρεις;
Άραγε πόσο καιρό οι επιθυμίες σου κρύφτηκαν για να μπορείς να νιώθεις ασφάλεια στην καθημερινότητα που έφτιαξες; Πόσα ρίσκα δεν πήρες με φόβο πως εκεί που θα σε οδηγήσουν ίσως χάσεις την ταυτότητα σου που κουβαλάς από μικρός; Ποιά λόγια έπνιξες στον ανεστεναγμό της αλήθειας που δεν μπόρεσες να μοιραστείς και πόσοι άνθρωποι φύγαν όσο γρήγορα ήρθαν; Φίλοι δανεικοί, έρωτες ημητελείς και μια καρδιά που αιμοραγεί. Μάλλον δεν είναι η ώρα να τα σκεφτείς, η γεύση της μπύρας άρχισε να γίνεται πικρή. Τελικά μέσα στην απόλυτη ησχυσία το μόνο που φωνάζει είναι το μυαλό σου, δεν το ελέγχεις, σαν να περιμένει αυτές τις στιγμές για να σου θυμίσει πως το παραμέλυσες καιρό.
Κοιτάς το απέραντο μαύρο της νύχτας που φωτίζεται απ’τα αστέρια που αχνοφένονται στο βάθος, άδειοι δρόμοι, μια πόλη που κοιμάται. Μα εσύ εκεί, σε εκείνο το παγκάκι που έγινε η συντροφιά σου , άλλωστε δεν την φοβάσαι την μοναξιά , έχετε συμφηλιωθεί καιρό τώρα και ώρες ώρες σου είναι και αναγκαία. Γλυκόπικρη η γεύση που σ’αφήνει αυτή η νύχτα, βγήκες να την απολαύσεις μα η ταραγμένη σου ψυχή δεν λογαριάζει απ’αυτά., σου θυμίζει εκκρεμότητες. Έσβησε το τσιγάρο, χαμογελάς από αμηχανία, είναι ώρα να γυρίσεις…
Categories:
Tags:
No responses yet