Ένα κερί αναμμένο, χαλαρωτική μουσική και καπνός από τσιγάρο. Σε ένα σκοτεινό δωμάτιο τα ταλαιπωρημένα μου χέρια δαχτυλογραφούν πάνω στην γραφομηχανή. Σε ένα παλιό χαρτί μπλέκονται οι εμπειρίες και αποδίδονται σε λέξεις. Φτιάχνουν μια ιστορία βγαλμένη από μια ανάμνηση. Θα ‘ναι χαράματα, αυτές οι ώρες που μαρτυράνε τα μεγαλύτερα μυστικά και νιώθεις πιο ευάλωτος από ποτέ. Μα πως να δώσω ζωή στην γραφή μου, πάει καιρός από τότε που τα έζησα και για να πω την αλήθεια, θα ήθελα να τα ξεχάσω. Όμως μια φλόγα καίγεται μέσα μου και η κοφτή μου ανάσα προδίδει το πάθος που νιώθω γράφοντας εκείνη την στιγμή. Νιώθω έναν πόνο μέσα μου και θέλω να τον ελευθερώσω στο χαρτί, να γίνει μια ιδέα και να πάρει υπόσταση να φύγει απ’το μυαλό μου.

Δειλά δειλά τα δάχτυλα μου κουνιούνται και ακουμπάνε αυτά τα σκουριασμένα γράμματα της γραφομηχανής και το μελάνι σχεδιάζει πάνω στο κιτρινωπό χαρτί. Ξαφνικά οι λέξεις παίρνουν μορφή, ανακατεύονται με τον καπνό και μεθάνε τις σκέψεις μου. Συνεχίζω να γράφω σαν να εξαρτάται η ζωή μου απ’αυτό , βγαίνουν όλα αβίαστα από μέσα μου σαν να με περίμεναν καιρό να πάρουν υπόσταση. Γράφω για ανεκπλήρωτους έρωτες και απωθημένα, για ξεχασμένα όνειρα και για ανθρώπους που με χάραξαν. Γλυκόπικρες γεύσεις οι αναμνήσεις, σε ξεγελάνε και τις θυμάσαι πιο όμορφες απ’ότι ήταν στην πραγματικότητα. Νοσταλγείς για μέρες περασμένες και χρόνια παλιά και χάνεσαι σ’αυτά σαν να προδίδουν πως ήταν τα καλύτερα σου, μα είναι η ύστατη προσπάθεια να ξεγελάσεις το παρόν.

Την καρδιά μου αισθάνομαι δέσμια των ιστοριών του παρελθόντος μου. Μεγαλώνω, και ο κόσμος γίνεται όλο και πιο απαιτητικός και με τρομάζει. Δεν νιώθω έτοιμος να τον αντιμετωπίσω , εγώ έμαθα να ονειροπολώ στην μέρα μου και να ξεφεύγω με το ποτό για να θολώνει το μυαλό μου και να ησυχάζω. Τους ανθρώπους φοβάμαι, πως θα με πληγώσουν και θα με αφήσουν άδειο. Μα και μονάχος μου νιώθω άβολα, σαν να χάνω ευκαιρίες και να με προσπερνάει η ζωή και εγώ να μην την φτάνω. Σ’αυτό το δωμάτιο μεγάλωσα και έφτιαξα τον μικρόκοσμο μου. Έχω κλείσει τις κουρτίνες στην προσπάθεια μου να απομονωθώ και να βάλω σε σίγαση όλους τους ήχους από τον έξω κόσμο. Βολεύτηκα εδώ και έφτιαξα την φωλιά μου.

Τρέχει το μυαλό μου σε κάτι καλοκαιρινά βράδια με αστέρια και πανσέληνο, σε κάτι δειλινά δίπλα στην θάλασσα και κάτι χαράματα σε ταράτσες με ποτό και τσιγάρο. Αυτές τις ώρες που λες μόνο αλήθειες και αφήνεσαι στην μεθυστική στιγμή να σε συνεπάρει. Μα τώρα όλες αυτές οι αναμνήσεις έχουν σκιές ανθρώπων, δεν μπορώ να δω τα πρόσωπα τους. Τσουγκράν τα ποτήρια τους, ακούγονται κάτι γέλια και μια απαλή μουσική. Σαν να θέλουν κάτι να μου πουν μα μόνο κάτι ψίθυρους ακούω. Μάλλον δεν θα μάθω ποτέ και θα κάθομαι στην πολυθρόνα μου να αναρωτιέμαι. Τι νόημα έχει άλλωστε, πέρασαν αυτά και τώρα πρέπει να συνηθίσω το παρόν.

Παίζει μια μελωδία στο ραδιόφωνο και με γεμίζει μια χαρμολύπη, δυναμώνω και αρχίζω να χορεύω ασυντόνιστα με καβαλιέρο την σκιά μου στον τοίχο. Τελειώνει το τραγούδι, σβήνω το τσιγάρο, φυσάω την φλόγα απ’το κερί και βάζω τελεία στο χαρτί. The end.

Categories:

Tags:

No responses yet

Leave a Reply

Your email address will not be published. Required fields are marked *

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.