Είχαμε ανοιχτό το παράθυρο να μπαίνει λίγο αεράκι και να φωτίζει το φεγγάρι και τα αστέρια τον χώρο. Αναμμένα κεριά τρεμοπαίζανε και οι σκιές μας τσουγκρίζανε τα ποτήρια μας στην υγειά μας. Χαθήκαμε εκεί με τις ώρες να συζητάμε για τις ζωές μας και για παλιές αναμνήσεις. Σε γνώριζα τότε και με κάθε γουλιά βυθιζόμουν όλο και πιο πολύ στον κόσμο σου. Έπαιξε το αγαπημένο μου τραγούδι και σηκώθηκα να χορέψω , ανέμιζε η φούστα μου και οι φλόγες τρεμοπαίζανε. Ντράπηκα λίγο γιατί με χάζευες έντονα και δεν ήξερα αν σου αρέσει αυτό που βλέπεις. Είχαμε την τέλεια ατμόσφαιρα σαν μια ταινία παλιά ασπρόμαυρη.

Ξεχάσαμε τι ώρα είναι και ας είχα ρίξει μια κλεφτή ματιά πριν μισή ώρα στο ρολόι που κρεμόταν στον τοίχο. Ήταν σίγουρα χαράματα, μα ο χρόνος μαζί σου περνούσε αβίαστα. Είχες ένα τριαντάφυλλο στο βάζο και εγώ το κοιτούσα και απορούσα πως ένα τόσο όμορφο άνθος έχει αγκάθια, σκέφτηκα όμως πως έτσι είναι και οι άνθρωποι. Μες την ομορφιά τους έχουν τα αγκάθια τους για να προστατεύονται και να μην πληγώνονται. Έχουν φτιάξει τους μηχανισμούς άμυνας τους για να μην πονάνε. Αλλά είναι αναπόφευκτο να πονέσεις, κάθε σχέση είναι απρόβλεπτη και αν σε απογειώσει ή σε ρίξει θα φανεί στην πορεία. Δεν θέλω όμως να σκέφτομαι αυτά, είμαι εδώ μαζί σου.

Σε παρατηρούσα και έβλεπα τα βλέφαρα σου να ανοιγοκλείνουν σαν να θέλουν να μου πουν κάτι , ανάσαινες βαριά και μπορούσα να ακούσω νομίζω τον χτύπο της καρδιά σου. Κάτι σε έκαιγε μάλλον και δεν ήξερα τι. Ήρθα πιο κοντά σου και σου έπιασα το χέρι, με κοίταξες ξαφνιασμένος και μου έριξες ένα στραβό χαμόγελο. Μετά με έπιασες απ’την μέση και με φίλησες. Είχες απαλά χείλη και οι ανάσες μας συγχρονίστηκαν. Κάτσαμε εκεί ακίνητοι για κάποια λεπτά και παρασυρθήκαμε στην στιγμή. Δεν ήξερα πολλά για σένα ούτε εσύ για μένα αλλά τα μάτια μας τα είχαν πει όλα. Σε ποθούσα και το ίδιο και εσύ και αυτό ήταν αρκετό.

Πάνω στο χαλί αφήναμε τις φιγούρες μας και αγκαλιασμένοι διώχναμε τις σκέψεις μας. Τα αστέρια φαινόντουσαν άπειρα στο μαύρο πέπλο της νύχτας και θα ορκιζόμουν πως σχημάτιζαν ένα ποτάμι. Κάθισα να τα παρατηρώ για λίγα λεπτά μα ξαφνικά άρχισες να μου μιλάς για σένα και με άφησες να χαθώ στον κόσμο σου για λίγο. Μ’άρεσε να σ’ακούω να μου εξηγείς την ζωή σου, όλα έδεναν μεταξύ τους και καταλάβαινα πιο πολύ τι σε έχει διαμορφώσει. Οι ζωές μας μπορεί να μην ταιριάζανε αλλά αχ πως οι ψυχές μας ήξεραν να χορεύουν. Όσο περνούσε η ώρα σκεφτόμουν την πρώτη φορά που σε είδα, σε εκείνο το βιβλιοπωλείο στην παλιά μου γειτονιά. Είχαμε πιάσει και οι δύο το ίδιο βιβλίο και μου χαμογέλασες γλυκά και μου είπες είναι δικό σου. Ένιωσα μια φλόγα μέσα μου και τα πόδια μου έτρεμαν, ένιωθα σαν να έπρεπε να σε γνωρίσω.

Με κάλεσες να πιούμε ένα καφέ σε εκείνο το παραδοσιακό καφενείο και εγώ δέχτηκα αμέσως. Δεν χρειάστηκαν πάνω από δέκα λεπτά για να καταλάβω ότι έμπλεξα και δεν θα μπορώ να σε βγάλω απ’το μυαλό μου. Όλα οδήγησαν στην στιγμή που είμαστε τώρα. Μου έπιασες το χέρι και με σήκωσες και πήγαμε προς την κρεβατοκάμαρα. Θα έχω να ανακαλύψω κι άλλες πτυχές σου απόψε και ανυπομονώ να το κάνω…

Categories:

Tags:

No responses yet

Leave a Reply

Your email address will not be published. Required fields are marked *

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.